- πρόσκοπος
- -ον / πρόσκοπος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ίνα Ν1. αυτός που προπορεύεται και παρατηρεί, ο προπορευόμενος για κατόπτευση2. το αρσ. ως ουσ. ο πρόσκοποςο ανιχνευτήςνεοελλ.1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο πρόσκοπος και η προσκοπίνακάθε νεός ή νέα που ανήκει στην οργάνωση τού προσκοπισμού2. φρ. «πρόσκοπο πλοίο» ή απλώς «πρόσκοπος»ναυτ. ελαφρό πολεμικό πλοίο το οποίο εκτελεί αποστολή ανίχνευσης, περιπολίας ή μεταφοράς μηνυμάτωναρχ.αυτός που προβλέπει, προνοητικός («πρόσκοπος σύνεσις», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. κατά-σκοπος].
Dictionary of Greek. 2013.